-
1 рассрочить
αποπληρώνω/κάνω πληρωμή με δόσειςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > рассрочить
-
2 приём
приём м 1) (гостей, посетителей) η υποδοχή· η δεξίωση (банкет)· η επίσκεψη (у врача)· устроить \приём κάνω δεξίωση 2) (в организацию и т. п.) η υποδοχή, η εγγραφή 3) (способ) о τρόπος 4) (лекарства) η λήψη· η δόση (доза)· на два \приёма σε δυο δόσεις* * *мустро́ить приём — κάνω δεξίωση
2) (в организацию и т. п.) η υποδοχή, η εγγραφή3) ( способ) ο τρόπος -
3 рассрочка
-
4 часть
част||ьж1. (доля целого) τό μέρος, τό τμήμσ, τό μερίδιο[ν], τό κομμάτι[ον], ἡ μερίδα [-ίς]:\часть вдания τό μέρος τοῦ κτιρίου· \частьи тела τά μέρη τοῦ σώματος· \частьи машины τά μέρη τής μηχανής· запасные \частьи τά ἀνταλλακτικά· большая \часть τό μεγαλύτερο μέρος· меньшая \часть τό μικρότερο μέρος, τό μικρότερο μερίδιο· составная \часть τό ὁργανικό μέρος· \частьи света οἱ πέντε ήπειροι· \часть публики ἕνα μέρος τοῦ κοινοῦ· роман в трех \частьях τό μυθιστόρημα σέ τρία μέρη· казенная \часть (оружия) τό ούραϊον ὀπλου· выплата \частья́ми πληρωμή σέ δόσεις· по \частья́м σέ δόσεις· рвать на \частьи прям., перен κάνω κομμάτια·2. (отдел) τό τμήμα, ὁ τομέας:санитарная \часть τό τμήμα ὑγειονομικής ὑπηρεσίας· пожарная \часть ὁ πυροσβεστικός σταθμός· учебная \часть τό ἐκπαιδευτικό τμήμα·3. воен. ἡ μονάδα, τό τμήμα:воинская \часть ἡ μονάδα στρατοῦ· пехотные \частьи τά τμήματα πεζικοὔ· танковые \частьи τά τμήματα ἀρμάτων μάχης· передовые \частьи οἱ προφυλακές, τά τμήματα τής πρώτης γραμμής· ◊ материальная \часть ὁ ὁπλισμός· \частьи речи грам. τά μέρη τσῦ λόγου· это не по моей (его) \частьи разг αὐτό δέν εἶναι τής ἀρμοδιότητας μου (του)· по большей \частьи, большей \частьыо ὡς ἐπί τό πλείστον разрываться на \частьи́ γίνομαι χίλια κομμάτια -
5 выплата
-ы θ.πληρωμή, εξόφληση, ξεπλέρωμα.(απλ.) πληρωμή με δόσεις•я купил пальто на -у αγόρασα πανωφόρι με δόσεις.
-
6 рассрочить
-чу, -чишьρ.σ.μ.κανονίζω, ρυθμίζω (πληρωμή κατά δόσεις)•κατά δόσεις. -
7 рассрочка
-и θ.η δόση•он купил дачу с -ой платежа на два годэ αυτός αγόρασε έπαυλη με δόσεις σε δυό χρόνια•
в -у με δόσεις.
-
8 выплата
η πληρωμή, η εξόφλησηзаявление ο - е страхового возмещения αίτηση για - ασφαλιστικής αποζημίωσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > выплата
-
9 выплатить
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выплатить
-
10 платить
πληρώνω- в течение... дней после подписания контракта - εντός διαστήματος... ημερών από την υπογραφή της συμφωνίαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > платить
-
11 покупка
1. (действие) η αγορά 2. (купленная вещь) το αγορασμένοπροϊόν/πράγμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > покупка
-
12 продажа
η πώλησ/η, το πούλημα· *вы-пускать в - у βγάζω για -переговоры ο - е συνομιλίες/διαπραγ-ματεύσης για -- на условиях СИФ - με όρους C.I.F. (κόστος, ασφάλειαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > продажа
-
13 рассрочка
эк. οι δόσειςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > рассрочка
-
14 сделка
η αγοραπωλησί/αη συμφωνίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сделка
-
15 ссуда
το δάνει/οдолевая - (μεγάλου ποσού), χορηγούμενο υπό πολλών τραπεζώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ссуда
-
16 выплатить
выплатитьсов, выплачивать несов πληρώνω, ἐξοφλώ:\выплатить в рассрочку πληρώνω μέ δόσεις. -
17 платить
платитьнесов1. πληρώνω, ἐξοφλώ, ἀποτίω:\платить наличными πληρώνω τοίζ μετρητοίς· \платить по счету πληρώνω τόν λογαριασμό· \платить в рассрочку πληρώνω μέ δόσεις· \платить нату́рой πληρώνω σέ είδος·2. пере ἡ. πληρώνω, ἀνταποδίδω:\платить взаимностью ἀνταποδίδω τά αὐτά· \платить кому-л. той же монетой πληρώνω μέ τό ίδιο νόμισμα \платитьси (за что-л.) πληρώνομαι, ἀνταμείβομαι, πληρώνω τά σπασμένα. -
18 прием
приемм1. ήλήψη [-ις], ἡ παραλαβή, ἡ ἀποδοχή:\прием пи́сем (посылок) ἡ λήψη ἐπιστολών (δεμάτων)· \прием раднограмм ἡ παραλαβή ραδιοτηλεγραφημάτων2. (в организацию и т. ἡ.) ἡ είσδοχή, ἡ ἐγγραφη:\прием в партию ἡ ἐγγραφη στό κόμμα, ἡ είσδοχή στό κόμμα·3. (гостей, посетителей и т. п.) ἡ ὑποδοχή, ἡ ἀκ-ρόαση [-ις] / ἡ ἐπίσκεψη [-ις] (у врача):часы \приема ὠραι ἀκροάσεως· оказать хороший \прием ὑποδέχομαι καλα· устроить \прием ὁργανώνω δεξίωση·4. (лекарства) ἡ λήψη [-ις] / ἡ δόση [-ις] (доза)·5. (способ) ὁ τρόπος, ἡ μέθοδος:ораторский \прием τό ρητορικό σχήμα· художественный \прием ὁ καλλιτεχνικός τρόπος, ἡ καλλιτεχνική μέθοδος· ◊ в один \прием μονοκοπανιά· в два \приема σέ δυό δόσεις, δυό φορές. -
19 рассрочка
рассроч||каж ἡ δόση [-ις]:платить в \рассрочкаку πληρώνω μέ δόσεις. -
20 уплачивать
упла||чиватьнесов πληρώνω:\уплачиватьти́ть по счету πληρώνω λογαριασμό· \уплачивать-ти́ть по частям πληρώνω μέ δόσεις.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
δόσεις, πώληση με- — Ειδική μορφή καταναλωτικής πίστωσης, που επιτρέπει στον αγοραστή να αποκτήσει ένα εμπόρευμα καταβάλλοντας στον πωλητή μόνο ένα μέρος της τιμής του, με την υποχρέωση να πληρώσει το υπόλοιπο σε έναν καθορισμένο αριθμό δόσεων, σε κανονικά διαστήματα … Dictionary of Greek
δόσεις — δόσις giving fem nom/voc pl (attic epic) δόσις giving fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηλητήριο — Ουσία ικανή, ακόμη και σε πολύ μικρή ποσότητα, να επιφέρει τον θάνατο ενός ατόμου. Υπό ευρύτερη έννοια, δ. καλείται κάθε ουσία ικανή να προκαλέσει μια παθολογική κατάσταση στο άτομο, κατά την οποία οι οργανικοί ιστοί μπορεί να υποστούν πρόσκαιρες … Dictionary of Greek
μορφίνη — Αλκαλοειδές που περιέχεται στο όπιο στο οποίο κυριαρχεί ποσοτικά (7 17%) και ποιοτικά όσον αφορά τη δράση του. Το απομόνωσε το 1806 ο Γερμανός χημικός Φρίντριχ Βίλελμ Σέρτιρνερ (1783 1841). Ονομάστηκε μ. από το όνομα του θεού των ονείρων Μορφέα,… … Dictionary of Greek
ακτινοβολία — (αγγλ. radiation). Γενικός όρος με τον οποίο στη φυσική υποδηλώνονται τα φαινόμενα εκπομπής, διάδοσης και απορρόφησης ενέργειας από μέρους σωμάτων, με τη μορφή είτε κυμάτων (α. ηχητική, α. ηλεκτρομαγνητική) είτε σωματιδίων. Οι α. μπορούν να… … Dictionary of Greek
ανοσία — Γενικά σημαίνει την έμφυτη ή επίκτητη ιδιότητα του οργανισμού να μην παρουσιάζει διαταραχές, όταν έρχεται σε επαφή με παθογόνους παράγοντες που κανονικά έχουν βλαβερή επίδραση· ειδικότερα όμως με τον όρο α. εννοείται η κατάσταση κατά την οποία o… … Dictionary of Greek
δάνειο — Οτιδήποτε (συνήθως χρηματικό ποσό) κάποιος δίνει ή λαμβάνει, με συμφωνία επιστροφής· ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικές συναλλαγές, αλλά απαντάται επίσης μεταφορικά και σε άλλες περιπτώσεις. (Γλωσσ.) Γλωσσικό δ. καλείται το πέρασμα ενός … Dictionary of Greek
ιώδιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ι· ανήκει στην έβδομη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην υποομάδα των αλογόνων, και έχει ατομικό αριθμό 53, ατομική μάζα 126,9 και ένα σταθερό ισότοπο 127Ι. Είναι αρκετά διαδεδομένο στη φύση με τη μορφή … Dictionary of Greek
μισθοπιπράσκω — (Α) πουλώ με δόσεις που καταβάλλονται με τη μορφή μισθώματος, εκμισθώνω για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα ώστε η εκμίσθωση να ισοδυναμεί με πώληση με δόσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + πιπράσκω «πουλώ»] … Dictionary of Greek
ομοιοπαθητικός — ή, ό, θηλ. ως ουσ. και ός 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ομοιοπάθεια ή στον ομοιοπαθή 2. το θηλ. ως ουσ. η ομοιοπαθητική θεραπευτική αντίληψη και αγωγή κατά την οποία χορηγούνται σε απειροελάχιστες δόσεις στον ασθενή ουσίες, που, σε… … Dictionary of Greek
πρόσοδος — Όρος που χρησιμοποιείται για το σύνολο των εσόδων που εισπράττει περιοδικά ένα πρόσωπο (τόκοι, μερίσματα, ενοίκια, διατροφές κλπ.), ή γενικότερα για το εισόδημα που έχει κάποιος χωρίς να εργάζεται. Στην οικονομία η π. (ή συνηθέστερα η έγγεια π.) … Dictionary of Greek